βενζινοκίνητος

βενζινοκίνητος
η , ο [ος , ον ] бензомоторный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βενζινοκίνητος" в других словарях:

  • βενζινοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με βενζίνη …   Dictionary of Greek

  • βενζινοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με βενζινοκινητήρα: Όλα τα ταχύπλοα σκάφη είναι βενζινοκίνητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»